Ο ΣΥΡΙΖΑ και το BBC

Εμείς οραματιζόμαστε ένα μοντέλο κοντά στο BBC, δηλαδή μια δημόσια τηλεόραση που θα ασκεί τεκμηριωμένη κριτική στην κυβέρνηση». Αυτό ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο κ. Τσίπρας σε εκδήλωση για τα ΜΜΕ, που διοργάνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Σύμφωνα με το «σχήμα» που περιέγραψε ο κ. Τσίπρας στην ομιλία του, το BBC αποτελεί πρότυπο, καθώς είναι ένας ανεξάρτητος δημοσιογραφικός οργανισμός στον οποίο δεν παρεμβαίνει ο ένας ή ο άλλος υπουργός της κυβέρνησης της Μ. Βρετανίας.

Παρεμπιπτόντως, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο μόνος που θεωρεί ως «μοντέλο αντικειμενικής ενημέρωσης» το BBC, καθώς αυτό είναι μια αρκετά διαδεδομένη άποψη.

Ο κ. Τσίπρας αναφέρεται σε μια κατάσταση που ισχύει, αλλά το ζήτημα στο οποίο δεν απαντά είναι το εξής που είναι και το κύριο:

Το BBC είναι ταξικά ανεξάρτητο;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απερίφραστα όχι.

Η κυβέρνηση είναι μόνο ένα τμήμα του ταξικού συστήματος.

Το BBC μπορεί να ασκήσει, και έχει ασκήσει, την πιο σκληρή κριτική σε μια κυβέρνηση, προκειμένου να διαφυλάξει το ταξικό σύστημα του βρετανικού μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Ας δούμε το ζήτημα πιο αναλυτικά:

Το BBC, ο μεγαλύτερος δημοσιογραφικός οργανισμός παγκοσμίως με 23.000 προσωπικό, είναι ένας ημι-αυτόνομος δημόσιος οργανισμός που λειτουργεί με βάση Βασιλικό Καταστατικό Χάρτη και με συμφωνία του βρετανικού Υπουργικού Συμβουλίου. Η λειτουργία του χρηματοδοτείται από ετήσιο τηλεοπτικό τέλος, το οποίο καταβάλλουν όλα τα βρετανικά νοικοκυριά, οι εταιρείες και οι οργανισμοί που χρησιμοποιούν οποιοδήποτε μέσο, για να έχουν τηλεοπτική εικόνα, ενώ το ύψος του τέλους καθορίζεται κάθε χρόνο από την κυβέρνηση και συμφωνείται στη Βουλή.

Εκτός Μ. Βρετανίας, η λειτουργία του BBC, χρηματοδοτείται από χορηγίες της κυβέρνησης που προέρχονται συνήθως από τον προϋπολογισμό του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών.

Το BBC ιδρύθηκε στις 18 Οκτώβρη 1922 ως κοινοπραξία των Βρετανικών Ταχυδρομείων και έξι μονοπωλιακών ομίλων ως ραδιοφωνικός οργανισμός και η πρώτη του εκπομπή πραγματοποιήθηκε στις 14 Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς, ενώ πρώτος γενικός διευθυντής του έγινε ο ιδρυτής του Τζον Ριθ.

Την ίδια χρονιά επίσης, καθιερώθηκε το «τέλος» των δέκα σελινίων για τη χρηματοδότηση των εκπομπών. Για να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός με τις εφημερίδες, οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων έπεισαν την κυβέρνηση να απαγορεύσει νέα προγράμματα του BBC έως τις 7 το απόγευμα, ενώ το BBC δεν θα μπορούσε να «παράγει» ειδήσεις το ίδιο.

Το 1925, το BBC έφθανε στο 80% των Βρετανών, μέσω ενός δικτύου τοπικών σταθμών, ενώ από το 1930 το Εθνικό και Περιφερειακό Πρόγραμμα από το Λονδίνο αντικατέστησε τα τοπικά προγράμματα.

Εξαιτίας της διστακτικότητας των Βρετανικών Ταχυδρομείων να συλλέγουν το τέλος υπέρ της λειτουργίας ενός εμπορικού οργανισμού (του BBC), ο Ριθ πρότεινε αλλαγή στη λειτουργία του, ώστε να είναι ανεξάρτητος από την κυβέρνηση και τις εταιρείες.

Το BBC έδωσε εξετάσεις στην αστική τάξη στη διάρκεια της μεγάλης απεργίας του 1926.

Ενώ ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Μπάλντουιν, ζητούσε από το BBC την αναμετάδοση μιας κυβερνητικής ανακοίνωσης, ιδιαίτερα μεροληπτικής, ο Τζον Ριθ πρόκρινε την «ανεξάρτητη δημοσιογραφία» ως καλύτερου μέσου για τη διατήρηση της «πολιτικής σταθερότητας».

Την 1η Ιανουαρίου 1927 υπεγράφη ο Βασιλικός Καταστατικός Χάρτης για τη λειτουργία του BBC, ενώ σχεδιάστηκε και το αρχικό λογότυπο του οργανισμού με τη φράση «Το Εθνος θα μιλά ειρηνικά με το Εθνος».

Αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της «κοινωνικής συναίνεσης» και η ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στην αστική πολιτική, τι είναι;

Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί η «αντικειμενικότητα» του BBC, στη λειτουργία του οποίου η αστική τάξη με τις κυβερνήσεις της, δεν έχει λόγο να παρέμβει μιας και οι σκοποί της εξυπηρετούνται με τον καλύτερο τρόπο και βεβαίως με άψογο από κάθε «τεχνική» άποψη προϊόν.

Η αστική τάξη -ιδιαίτερα η πιο πεπειραμένη και ευφυής- δεν αρνείται ούτε την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, ούτε τους εργατικούς αγώνες γενικά.

Το όλο ζήτημα είναι να μην αποκτήσει η εργατική τάξη ανεξάρτητη από τον αστισμό πολιτική, να μη θέτει θέμα εργατικής εξουσίας και κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων.

Σε ό,τι αφορά την «αντικειμενικότητα» επίσης, και τον «πλουραλισμό» των απόψεων, η εργατική τάξη θα πρέπει να έχει υπόψη της ότι «οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης, είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες» με άλλα λόγια, η τάξη που έχει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής είναι ταυτόχρονα και η τάξη που έχει στα χέρια της και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής. Η ανάπτυξη του BBC και η κάλυψη ευρύτατων τομέων γνώσης είναι ενδεικτική από αυτήν την άποψη.

Αυτό δε σημαίνει πως η εργατική τάξη δεν πρέπει να παλεύει και για την προβολή των αγώνων της, και για τη διάδοση των ιδεών και των πολιτικών αντιλήψεων που γεννιούνται μέσα στο εργατικό κίνημα, ίσα-ίσα το αντίθετο, το ιδεολογικό επίπεδο είναι σοβαρότατο πεδίο ταξικής πάλης.

Ομως, ταυτόχρονα, η εργατική τάξη δεν πρέπει να έχει αυταπάτες για τα όρια της αστικής «αντικειμενικότητας» και του αστικού «πλουραλισμού», που δεν είναι άλλα από τα ίδια τα όρια διατήρησης και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος.

Τα αστικά ΜΜΕ, ακόμα και τα πιο «ανεξάρτητα» -από συγκεκριμένους καπιταλιστές, ακόμα και από τις αστικές κυβερνήσεις, όχι όμως από την αστική τάξη- αποτελούν ιδεολογικούς μηχανισμούς του καπιταλιστικού συστήματος.

Οταν το σύστημα κινδυνεύει με ανατροπή εκ θεμελίων από τον πολιτικό αγώνα της εργατικής τάξης, από τον αγώνα για τη δική της εξουσία, κάθε «αντικειμενικότητα» και κάθε «πλουραλισμός» θα παραμεριστούν.

Με τον ίδιο τρόπο αντιδρά και όταν χρειάζεται τη μέγιστη συσπείρωση γύρω από το πρόγραμμά της και την πολιτική της κυριαρχία σε περίπτωση πολέμου. Είναι, εξίσου, χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι τηλεοπτικές εκπομπές του BBC ανεστάλησαν από την 1ηΣεπτεμβρίου 1939 (μέρα εισβολής της ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία) έως τις 7 Ιουνίου 1946.

Εκεί που μια ορισμένη αντίληψη περί «ουδέτερης δημοκρατίας» ενδέχεται να έχει τις «αντιρρήσεις» της για τέτοιες ενέργειες, η συνειδητή εργατική τάξη θα αναγνωρίσει την ταξική αναγκαιότητα (για την αστική τάξη, βεβαίως) τέτοιων ενεργειών και θα εξάγει τα συμπεράσματά της.

Η καπιταλιστική οικονομική κρίση και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να την αντιμετωπίσει η αστική τάξη -με ή χωρίς μνημόνια- δείχνει ξεκάθαρα ότι στον ταξικό αγώνα δεν υπάρχει «ουδετερότητα» και σε αυτήν την πάλη τα αστικά ΜΜΕ αποτελούν τμήμα της αστικής τάξης.

Κάθε συζήτηση για «ουδέτερη» και «αντικειμενική» ενημέρωση, δηλαδή για ενημέρωση έξω και πάνω από ταξικά συμφέροντα, είναι ένα βλέμμα προς μια ιδεώδη κατάσταση «συμφιλίωσης» αντικειμενικά αντιτιθέμενων ταξικών συμφερόντων, που δεν υπήρξε ποτέ και ούτε μπορεί να υπάρξει.

Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, αναζήτησης ενός καπιταλιστικού μοντέλου που λειτουργεί «κανονικά», ενός μοντέλου δηλαδή που θα επιχειρήσει να φρενάρει τις ίδιες τις αντικειμενικές τάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, βρίσκεται και η άποψη που διατύπωσε ο κ. Τσίπρας για «νομικό πλαίσιο, αλλά και ιδέες για μεταρρυθμίσεις που θα βάζουν μια τάξη στο χάος (των ΜΜΕ)».

Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ έκανε λόγο για συμμόρφωση των επιχειρηματιών με το νόμο, αλλά και για το στόχο (του ΣΥΡΙΖΑ) να δημιουργηθεί «το πλαίσιο που θα επιτρέψει σε συνεργατικά - δημοσιογραφικά εγχειρήματα να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να εμπλακούν στο χώρο της ενημέρωσης» πράγμα που σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα «θα δώσει νέα πνοή στο χώρο και θα δημιουργήσει τη δυνατότητα για πραγματική πολυφωνική έγκυρη ενημέρωση μακριά από οικονομικές εξαρτήσεις και εξυπηρετήσεις συμφερόντων».

Ο κ. Τσίπρας παραβλέπει το γεγονός ότι το «χάος» που περιγράφει είναι αντικειμενικό αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, γιατί, επιδιώκοντας ο κάθε κεφαλαιοκράτης το μέγιστο δυνατό κέρδος, στρέφεται κάθε φορά σε εκείνες τις δραστηριότητες που θεωρεί ότι θα του το αποφέρουν.

Φυσικά, αυτό το φαινόμενο, που δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα σημείωμα σε όλη του την έκταση, φαίνεται να «σκοντάφτει» στις «ζημιογόνες» επιχειρήσεις των ΜΜΕ.

Μόνο που αυτές αποτελούν τμήματα επιχειρηματικών μονοπωλιακών ομίλων, ενώ ο ίδιος κ. Τσίπρας περιέγραψε τον τρόπο λειτουργίας και χρηματοδότησης αυτών των επιχειρήσεων από τις τράπεζες, αλλά σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό στερεί από ρευστότητα «υγιείς επιχειρήσεις».

Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιέγραψε τίποτα διαφορετικό από τον τρόπο λειτουργίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού, και στρέφοντας το βλέμμα προς τα πίσω, ονειρεύεται και θέλει και η εργατική τάξη, οι άλλοι εργαζόμενοι, τα φτωχά - λαϊκά στρώματα να «βάλουν πλάτη» για να «εξημερωθεί το θηρίο», να «υποχρεωθεί» να λειτουργεί με «κανόνες».

Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, δηλαδή, αντιμετωπίζεται ως «παρέκκλιση» από τον «κανονικό» και το μόνο που χρειάζεται είναι η «πολιτική βούληση» μιας «αριστερής» κυβέρνησης που θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους.

Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός -αυτός είναι ο ιμπεριαλισμός- είναι το ανώτατο στάδιο ενός συστήματος που από καιρό έχει φάει τα ψωμιά του, μόνο που αυτό δεν το κάνει λιγότερο επικίνδυνο γιατί εκείνο που έχει να δώσει πια, είναι φτώχεια, τσάκισμα κάθε κοινωνικής κατάκτησης, ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης με όλες τις μορφές, πείνα και πόλεμο.

Δρόμος προς τα πίσω δεν υπάρχει.

Η ανατροπή του είναι αναγκαία.

Κάθε προσπάθεια «διόρθωσης» του μονοπωλιακού καπιταλισμού, συμβάλλει, άσχετα από τις προθέσεις, στη συνέχιση της ύπαρξής του με όσα αυτή συνεπάγεται για την εργατική τάξη και τους λαούς.

Η εργατική τάξη δεν έχει κανένα λόγο να αγνοεί αυτή την μόνη αντικειμενική πραγματικότητα, ίσα-ίσα πρέπει να την γνωρίσει σε βάθος, κρίνοντας ταυτόχρονα από τη δική της ταξική σκοπιά ποιοι είναι εκείνοι που προσπαθούν να συσκοτίσουν την πραγματικότητα, και ποιοι προσπαθούν να την αναδείξουν.

Εδώ ο ρόλος των εργαζόμενων δημοσιογράφων είναι σημαντικός, και από την πλευρά τους, ως μισθωτοί εργαζόμενοι, έχουν κάθε λόγο να ταχθούν στο πλευρό της εργατικής τάξης.

Η εργατική τάξη έχει να διδαχθεί από τον ταξικό της αντίπαλο, και αν πρέπει να αναγνωρίσει κάτι, δεν είναι η δήθεν «αντικειμενικότητα» του BBC, αλλά η ταξικότητά του και αυτά τα διδάγματα αντί να θολώνουν το μυαλό της, πρέπει, το αντίθετο να γίνονται μαθήματα για την οργάνωση του δικού της αγώνα για την δική της εξουσία.